αναπαή

αναπαή
η , αναπαήμός ο см. αναπαμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναπαή" в других словарях:

  • αναπαή — και ανεπαή και αναπά, η 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ηρεμία, ησυχία 3. στήριγμα, αποκούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι (πρβλ. έλαβα λαβή, έφυγα φυγή)] …   Dictionary of Greek

  • ἀναπαῇ — ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres subj mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres subj act 3rd sg (doric) ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνά , ἀπό ἀάζω breathe with the mouth wide… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαῆι — ἀναπαῇ , ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres subj mp 2nd sg (doric) ἀναπαῇ , ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀναπαῇ , ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres subj act 3rd sg (doric) ἀναπαῇ , ἀνά , ἀπό ἀάω hurt pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀναπαῇ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»